ΤΗΛΕΡΓΑΣΙΑ

ΥΠΕΡΩΡΙΑΚΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΜΙΣΘΩΤΩΝ
September 11, 2018
ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
September 11, 2018
ΥΠΕΡΩΡΙΑΚΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΜΙΣΘΩΤΩΝ
September 11, 2018
ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
September 11, 2018
Share

Mε τον όρο «τηλεργασία» (teleworking)

νοείται η εργασία που πραγματοποιείται από μια μονάδα (πρόσωπο ή ομάδα) που βρίσκεται σε τόπο διαφορετικό από αυτόν που είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση και της οποίας η δραστηριότητα απαιτεί την έντονη χρησιμοποίηση τηλεπικοινωνιακών μέσων.

Η τηλεργασία αποτελεί εξελιγμένη μορφή της λεγόμενης «κατ’ οίκον απασχόλησης», ειδικότερα ως προς το στοιχείο της απομάκρυνσης του εργαζόμενου από έναν κεντρικό χώρο ομαδικής παροχής της εργασίας, χώρο που συνήθως παλαιότερα ταυτιζόταν με την έδρα της επιχείρησης. Η εμφάνιση και ανάπτυξη της νέας αυτής μορφής εργασίας οφείλεται στη σύνθεση πολλών λόγων, όπως, κυρίως, η ανάπτυξη της τηλεπικοινωνιακής και της πληροφορικής τεχνολογίας, αλλά και η ημερήσια απώλεια χρόνου που προκαλεί η καθημερινή μετακίνηση από την κατοικία του εργαζόμενου στον τόπο εργασίας.

Η τηλεργασία μπορεί να έχει τη μορφή της «κατ’ οίκον τηλεργασίας», οπότε ο εργαζόμενος παρέχει την εργασία του στο χώρο της κατοικίας του και στηρίζεται στη χρήση της τεχνολογίας της πληροφορικής και στη χρησιμοποίηση των τηλεπικοινωνιών. Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις που ο τόπος εργασίας του τηλεργαζόμενου βρίσκεται σε κάποιον άλλο χώρο, όπως είναι ο πρόσκαιρος τόπος διαμονής (π.χ. ξενοδοχείο, τόπος διακοπών), ενώ μπορεί ο τόπος αυτός να μην είναι σταθερός (π.χ. τηλεργασία μέσα στα μέσα μεταφοράς κ.λπ.), οπότε γίνεται λόγος και για «κινητή εργασία». Επίσης, τηλεργασία μπορεί να παρέχεται σε ένα «επικοινωνιακό κέντρο» μιας επιχείρησης, σχετικά ανεξάρτητο από τις λοιπές εγκαταστάσεις της. Το κέντρο αυτό δε είναι παρά ένα σημείο τηλεφωνικής επαφής της εταιρείας με τους πελάτες της, ενώ η τηλεργασία αυτής της μορφής παρέχεται συχνά πάνω στη βάση μιας σύμβασης μερισμού εργασίας (Job – Sharing). Μια ειδική μορφή εμφάνισης της τηλεργασίας είναι η «εκτός συνόρων τηλεργασία», που, στην ουσία, αποτελεί ένα είδος υπεργολαβίας επιχειρήσεων του τριτογενούς τομέα σε χώρες χαμηλού μισθολογικού κόστους, όπως είναι π.χ. οι αναπτυσσόμενες χώρες της Αφρικής και της Ασίας. Μορφή τηλεργασίας παρέχεται, επίσης, στο πλαίσιο των «επιχειρήσεων παροχής τηλε-υπηρεσιών», που διαθέτουν και εμπορευματοποιούν πληροφορικά προϊόντα ή υπηρεσίες και χρησιμοποιούν εργαζόμενους που ζουν κοντά στην έδρα τους, ενώ οι χρήστες ή πελάτες της επιχείρησης βρίσκονται σε απόσταση. Σε όλες τις προαναφερθείσες περιπτώσεις, που αποτελούν τις πιο συχνά εμφανιζόμενες μορφές τηλεργασίας, αυτή είναι δυνατό να εμφανίζεται είτε με τη μορφή της «τηλεργασίας πλήρους απασχόλησης», είτε με τη μορφή της «τηλεργασίας μερικής απασχόλησης».

Οι απασχολήσεις ή τα επαγγέλματα που μπορούν να παρασχεθούν με τηλεργατικό τρόπο, μπορούν να καταταχθούν συστηματικά στις εξής κατηγορίες:

α) παραγωγή της πληροφορίας (επιστημονικά ή τεχνικά επαγγέλματα, συλλογή πληροφοριών, συμβουλευτικές δραστηριότητες),

β) επεξεργασία της πληροφορίας (αποστολή και λήψη δεδομένων, δακτυλογράφηση, τηλεγραμματεία, τηλεμετάφραση κ.λπ.),

γ) διανομή της πληροφορίας (εκπαίδευση, κατάρτιση από απόσταση, πώληση από απόσταση κ.λπ.) και

δ) εκμετάλλευση και συντήρηση συστημάτων πληροφόρησης (τηλεϋπηρεσίες εκμετάλλευσης και συντήρησης των τηλεπικοινωνιακών συστημάτων).

Είναι χαρακτηριστικό ότι στη χώρα μας, σε αντίθεση με άλλες χώρες, δεν υπήρχαν ειδικές νομοθετικές προβλέψεις για την τηλεργασία. Το μέχρι πρότινος θολό νομοθετικό τοπίο άλλαξε η ψήφιση του νέου ν. 3846/2010, ο οποίος ρυθμίζει ποικίλα ζητήματα εργασιακών σχέσεων. Σύμφωνα με το άρθρο 5 του νόμου αυτού, ο εργοδότης, κατά την κατάρτιση σύμβασης εργασίας για τηλεργασία, υποχρεούται να παραδίδει γραπτώς στον εργαζόμενο μέσα σε οκτώ (8) ημέρες το σύνολο των πληροφοριών που αναφέρονται στην εκτέλεση της εργασίας. Αν κανονική εργασία μετατρέπεται σε τηλεργασία, καθορίζεται περίοδος προσαρμογής τριών (3) μηνών, κατά την οποία οποιοδήποτε από τα μέρη μπορεί να θέσει τέλος στην τηλεργασία και ο μισθωτός να επιστρέψει στην εργασία του σε θέση αντίστοιχη με αυτήν που κατείχε. Τέλος, ο εργοδότης αναλαμβάνει το κόστος που προκαλείται στο μισθωτόαπό την τηλεργασία και ιδίως το κόστος των τηλεπικοινωνιών και υποχρεούται να πληροφορεί γραπτώς τον τηλεργαζόμενο εντός δύο (2) μηνών από την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας για το πρόσωπο και τα στοιχεία επικοινωνίας των εκπροσώπων των εργαζομένων στην επιχείρηση.

Αξίζει να τονισθεί, πως ο χαρακτηρισμός της εργασιακής σχέσης των τηλεργαζόμενων ως εξαρτημένης παραμένει σχετικά δυσχερής, αφού η κατά κανόνα έλλειψη του στοιχείου της προσωπικής παρουσίας του εργαζόμενου στο χώρο της επιχείρησης εξασθενίζει την εποπτική και ελεγκτική παρέμβαση του εργοδότη και δημιουργεί τις περισσότερες φορές μια εντύπωση ανεξαρτησίας του εργαζόμενου κατά την εκτέλεση της εργασίας του. Τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο ασαφή, εάν λάβει κανείς υπόψη του ότι, κατά τη νομολογία των δικαστηρίων, αφενός μεν δεν αποκλείεται και στη σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών να δημιουργείται κάποια χαλαρή εξάρτηση του εργαζόμενου από τον εργοδότη, αφετέρου δε είναι πιθανό να υπάρχει και στο πλαίσιο της σχέσης εξαρτημένης εργασίας η ανάπτυξη κάποιας πρωτοβουλίας εκ μέρους του εργαζόμενου. Συνεπώς, θα πρέπει κανείς κατά περίπτωση να κρίνει, όπως και για οποιαδήποτε άλλη εργασιακή σχέση, εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση παροχής τηλεργασίας πρόκειται ή όχι για σχέση που ενέχει τα χαρακτηριστικά της εξαρτημένης εργασίας και, συνεπώς, να αποφανθεί εάν εφαρμόζονται ή όχι οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.

Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι, ιδιαίτερα στην περίπτωση που η τηλεργασία πραγματοποιείται στο χώρο διαμονής του εργαζόμενου, υπάρχει ταύτιση του χώρου κατοικίας με το χώρο εργασίας, με αποτέλεσμα να διαβρώνονται έννοιες, όπως «ελευθερία εγκατάστασης» και «άσυλο της κατοικίας». Αυτό καταδεικνύεται από τους όρους που τίθενται στις σχετικές συμβάσεις, στους οποίους συνήθως προβλέπεται ότι «ο τηλεργαζόμενος θα πραγματοποιεί το σύνολο της παρεχόμενης εργασίας του στην κατοικία του, διατιθέμενου για την εν λόγω επαγγελματική δραστηριότητά του ειδικά ενός δωματίου της οικίας του». Επίσης, υπάρχουν περιπτώσεις που στη σύμβαση τηλεργασίας περιλαμβάνεται όρος ότι «κάθε αλλαγή του τόπου κατοικίας θα αποτελεί αντικείμενο συμφωνίας του εργαζόμενου με την εταιρεία», όρος με τον οποίο περιορίζεται η ελευθερία μετακίνησης του εργαζόμενου και εμμέσως και της οικογένειάς του. Μια άλλη, εξάλλου, συνέπεια του διασκορπισμού των εργαζομένων που απασχολούνται με σχέση τηλεργασίας, είναι η εργασιακή απομόνωση, η οποία έχει προφανώς επιπτώσεις και στο βαθμό της ανάπτυξης συνδικαλιστικής δράσης των τηλεργαζόμενων, γεγονός που έχει οδηγήσει τα συνδικάτα να σχηματίσουν μια αρνητική στάση απέναντι σε αυτή τη μορφή απασχόλησης.

Συνέπεια της φύσης της τηλεργασίας, όπως αυτή αναλυτικά προαναφέρθηκε, αποτελεί και το γεγονός ότι δεν είναι δυνατό να εκτιμηθεί ο χρόνος που απασχολήθηκε ο τηλεργαζόμενος μισθωτός και να διαπιστωθεί εάν αυτός συμπλήρωσε κάποιο ημερήσιο ή εβδομαδιαίο ωράριο, εάν εργάσθηκε υπερωριακά, εάν εργάσθηκε νύκτα ή εάν εργάσθηκε Κυριακές ή γιορτές. Σε κάθε, περίπτωση, αν και τις περισσότερες φορές είναι σχετικά εύκολο να ελεγχθεί η ποσότητα της παρεχόμενης εργασίας (π.χ. η επεξεργασία ενός αριθμού εγγράφων σε περίπτωση αμοιβής με το κομμάτι), παραμένει δυσχερής ο έλεγχος της ποιότητας της παρεχόμενης εργασίας.

Εν κατακλείδι, η τηλεργασία, αν και προϋποθέτει αναδιάρθρωση των επιχειρησιακών δομών, με νέο καταμερισμό των καθηκόντων των διαφόρων δραστηριοτήτων, μπορεί αυτή να προταθεί ως λύση για την αντιμετώπιση οικογενειακών προβλημάτων, ιδίως αν υπάρχουν ανήλικα παιδιά, υπερήλικες ή ανήμποροι γονείς, η φροντίδα των οποίων δεν επιτρέπει την εύκολη απομάκρυνση του προσώπου που έχει την ευθύνη τους από το σπίτι. Επίσης, η νέα αυτή μορφή απασχόλησης μπορεί να προσφέρει σημαντικές δυνατότητες για την απασχόληση προσώπων με προβλήματα υγείας ή φυσικές δυσκολίες μετακίνησης λόγω σωματικών αναπηριών ή λόγω γήρατος. Τέλος, η τηλεργασία προτείνεται ως λύση για την αντιμετώπιση και προβλημάτων ποιότητας ζωής, όπως είναι τα συγκοινωνιακά, που δημιουργούνται από τις καθημερινές μαζικές μετακινήσεις των εργαζόμενων από την κατοικία στο χώρο εργασίας και αντίθετα.